- αισθηματικότητα
- η [αισθηματικός]το να είναι κανείς αισθηματικός, ευαισθησία, τρυφερότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αισθηματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε ευγενικό ανώτερο αίσθημα 2. αισθηματίας, ευαίσθητος, τρυφερός 3. (για μυθιστορήματα, ταινίες κ.ά.) αυτός που έχει ως κύρια υπόθεση ιστορία αγάπης, ερωτική περιπέτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσθημα. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
Μπερσέ, Τζοβάνι — (Giovanni Berchet, Μιλάνο 1783 – Τορίνο 1851). Ιταλός ποιητής. Συνεργάτης του εντύπου Conciliatore, υπήρξε μια από τις εξέχουσες μορφές των ρομαντικών Λομβαρδών. Μετά την εξέγερση του 1821 και την επέμβαση του αυστριακού στρατού στην Ιταλία,… … Dictionary of Greek
Χάιντενσταμ, Βέρνερ — (Heidenstam, 1859 – 1940). Σουηδός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Ταξίδεψε στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στην Αίγυπτο και στη Συρία και έγραψε το Έργο προσκυνήματος και περιπλανήσεων (1888) ποιητική συλλογή που δείχνει θερμή φαντασία και πλούσια… … Dictionary of Greek